κεχώρισμαι

κεχώρισμαι
χωρίζω
separate
perf ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεχωρισμένως — (Α) επίρρ. χωριστά («καὶ ταῡτ εἴτε κεχωρισμένως ὑπάρχει τισὶν εἴτε τοῑς αὐτοῑς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχωρισμένος < μτχ. παθ. παρακμ. κεχώρισμαι < χωρίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”